-
1 αἰτιολογέω
A inquire into causes, reason, account for,ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.1p.31U.
, cf. Diocl.Fr.112, Plot.6.7.3, Plu.2.689b; τὸ ζητούμενον Aenesid. ap. S.E.P.1.181, cf. Demetr.Lac.1012.68:— [voice] Pass., ἐκ τοῦ συνδέσμου ᾐτιολογημένον ἐστίν the conjunction indicates that the cause resides in.., A.D.Conj.235.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιολογέω
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek